- υποφλεγματίζω
- Αὑποχρέμπτομαι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + φλέγμα, -ατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποφλεγματίζοντα — ὑποφλεγματίζω to be salivated pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποφλεγματίζω to be salivated pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)